Μόλις δύο μήνες και λίγες μέρες έχουν περάσει από τις εκλογές της 20/9, όταν ο Αλέξης Τσίπρας αποκήρυττε το «παλιό πολιτικό σύστημα», εννοώντας ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και εν μέρει το Ποτάμι. Μάλιστα, καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ύψωσε τους τόνους εναντίον τους σε τέτοιο σημείο, που κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του, είπε το εξής σύνθημα: «Στις 20/9 τους τελειώνουμε». Η στάση του, δε, κατά την διάρκεια της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ (Ιούνιος 2012-Γενάρης 2015) ήταν σκληρή και ανένδοτη, χωρίς καμία διάθεση για διάλογο και συναίνεση.
Μετά τις πρώτες κρίσιμες ψηφοφορίες των προαπαιτούμενων μέτρων, η ήδη εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία των 155 άρχισε να φυλλορροεί, ενώ πολλοί βουλευτές «απειλούν» ότι δεν θα ψηφίσουν το νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό, αν αυτό είναι κοινωνικά άδικο και μη βιώσιμο. Στην προσπάθεια του να διατηρηθεί στην εξουσία και προκειμένου να μην επέλθει μια νέα περίοδος πολιτικής αστάθειας, ο πρωθυπουργός ζήτησε στήριξη από τις άλλοτε «παλιές, φθαρμένες, εναγκαλισμένες με την διαπλοκή, την διαφθορά» πολιτικές δυνάμεις. Δυστυχώς, όχι μόνον ο Αλέξης Τσίπρας αλλά και όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί συνειδητοποιήσαν πολύ αργά την ανάγκη εθνικής συνεννόησης, με στόχο την άρση των αιτιών της καταστροφής , την κοινωνική προστασία και την οριστική έξοδο από την κρίση.
Συνεννόηση δεν σημαίνει ιδεολογικοπολιτική ευθυγράμμιση, έστω και αν αυτή μπορεί να καταλήξει σε συγκυβέρνηση. Αποτελεί, απλώς, μια επιτακτική ανάγκη σε συνθήκες έκτακτου χαρακτήρα, σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνει η χώρα μας εδώ και πέντε χρόνια. Εξαιτίας της πολιτικής αλαζονείας που διείχε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης, δεν ευδοκίμησε καμία προσπάθεια εθνικής συνεννόησης που θα επέτρεπε την σύγκρουση με τις παθογένειες και μια σαφώς πιο γρήγορη έξοδο από την κρίση. Φυσικά, για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα, απαιτείται αφενός οι παλιές πολιτικές δυνάμεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ να συγκρουστούν με τον ίδιο τους τον εαυτό( τζάκια, πελατειακό δίκτυο) και αφετέρου τα κυβερνώντα κόμματα( ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) να μην επιχειρούν την οικοδόμηση ενός νέου δικού τους πελατειακού δικτύου εξυπηρετήσεων.
Σε μια χώρα με τρία εκατομμύρια φτωχούς, ενάμισι εκατομμύρια ανέργους είναι τουλάχιστον προκλητικό να συντηρούνται «προνομιούχες ομάδες πολιτών» για να εξυπηρετούνται μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όσο η πολιτική ηγεσία δεν συγκρούεται με τις ομάδες συμφερόντων και ασκεί οικονομική πολιτική, επιθετική προς τα μεσαία και χαμηλά στρώματα, τόσο η ανθρωπιστική κρίση θα εντείνεται.
Το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών δεν απέβη καρποφόρο παρά τις ελάχιστες συγκλίσεις και την φανερή πλέον προσέγγιση της Ένωσης Κεντρώων με το Μαξίμου. Αξίζει να τονισθεί, στο σημείο αυτό, ότι πολλές από τις προτάσεις του Β. Λεβέντη, τα λεγόμενα «εννιά σημεία» κινούνται προς στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των παθογενειών που μας έφεραν ως εδώ. Προτάσεις, όπως η κατάργηση των προνομίων των πολιτικών, η απόλυση των αργόμισθων, των επιόρκων αλλά και ένα σημαντικό μέρος των προτάσεων του για την μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικού πρέπει να εξεταστούν σοβαρά από την κυβέρνηση. Άλλωστε, η συμμετοχή της Ένωσης Κεντρώων θα διευρύνει την κυβερνητική πλειοψηφία και σε περίπτωση «απωλειών» θα διασώσει την κυβέρνηση. Σε ότι αφορά, το φλέγον ζήτημα του Ασφαλιστικού, με εξαίρεση την πρόταση για πλαφόν 1.200€ στις συντάξεις, οι υπόλοιπες θέσεις του Βασίλη Λεβέντη, όπως η κατάργηση των τριπλοσυνταξιούχων, η κατάργηση των συντάξεων σε όσους έχουν μερίσματα σε εταιρίες ή εργάζονται και λαμβάνουν υψηλά εισοδήματα, συγκλίνουν με την επιδίωξη της κυβέρνησης για μια κοινωνικά δίκαιη λύση.
Τα υπόλοιπα κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ οφείλουν να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για όλα τα φλέγοντα ζητήματα και όχι να επαναλαμβάνουν το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, απέχοντας από κάθε διάλογο. Έστω και την ύστατη στιγμή, η εθνική συνεννόηση είναι απαραίτητη. Βέβαια, η εθνική συνεννόηση θα επιτύχει μόνο εάν πραγματοποιηθεί στην βάση της προστασίας των πιο αδύνατων με αλλαγή του περιεχομένου της πολιτικής εναντίον της διαπλοκής, των κομματικών ελίτ και της διαφθοράς. Με γνώμονα αυτό και όχι την συνέχιση της αδίεξοδης λιτότητας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού, τα βήματα για την έξοδο από την κρίση είναι τα εξής:
1)Εθνική συνεννόηση. Διάλογος των πολιτικών κομμάτων. Συγκρότηση διακομματικών επιτροπών με εμπειρογνώμονες που θα επεξεργαστούν ζητήματα όπως το Ασφαλιστικό, η Συνταγματική αναθεώρηση και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
2) Δημιουργία εθνικής ομάδας διαπραγμάτευσης με πρόσωπα, προτεινόμενα απ’ όλα τα κόμματα. Στόχος η εύρεση ισοδυνάμων, η αντικατάσταση των φόρων, των υφεσιακών μέτρων με δομικές μεταρρυθμίσεις στην Δημόσια Διοίκηση και η βέλτιστη δυνατή διαπραγμάτευση για το χρέος. Η εθνική διαπραγματευτική γραμμή παρουσιάζεται σαφώς πιο ενισχυμένη και κάμπτει τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών.
3) Συγκρότηση εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου για την αξιοποίηση του πακέτου της Κομισιόν, με έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή, στις καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, στην επωφελή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας κ.α.
Τα μνημόνια λιτότητας με προαπαιτούμενα διάλυσης του κοινωνικού ιστού μπορούν να μετατραπούν σε «μνημόνια ανάπτυξης» με προαπαιτούμενα επιστροφής στην κανονικότητα. Η λήψη δραστικών μέτρων για την ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης, η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης σε κορυφαία οικονομικά σκάνδαλα είναι μερικά από τα ελάχιστα «προαπαιτούμενα» εξόδου από το σημερινό αδιέξοδο.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ, λοιπόν, για εθνική συνεννόηση. Ακόμα και μια κυβερνητική συνεργασία, αν και εφόσον επιδιωχθεί, θα απάλλασσε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ από τις ιδεολογικές εμμονές νεοφιλελευθερισμού και κρατικισμού αντίστοιχα. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θα συνειδητοποιούσε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις ωφελούν την οικονομία, η δε ΝΔ θα ευαισθητοποιούταν περισσότερο στο ζήτημα της κοινωνικής προστασίας, απομονώνοντας ανάλγητους νεοφιλελεύθερους που επιθυμούν την κατάργηση του κράτους πρόνοιας. Ανέκαθεν τα πολιτικά κόμματα «δανείζονταν» και ακολούθως υιοθετούσαν θέσεις των αντιπάλων προκειμένου να αποκτήσουν επιρροή και δύναμη. Ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η υιοθέτηση από τις φιλελεύθερες- συντηρητικές κυβερνήσεις πολλών ευρωπαϊκών χωρών μεταπολεμικά, ενός εκ των αξιωματικών αρχών της Σοσιαλδημοκρατίας, του κοινωνικού κράτους, του κράτους πρόνοιας. Ίσως, μέσα από μια προσωρινή και αναγκαστική συμπόρευση, οι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να ωριμάσουν πολιτικά και ανταποκριθούν στα κελεύσματα των καιρών, παίρνοντας διαζύγιο με τον «παλαιοκομματισμό» και τις εμμονές.